Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Μπάτσοι και μπάτσοι

Μια φορά ένας φίλος μου μουσικός μου είπε ότι είχε προσληφθεί στα ΜΑΤ - αν θυμάμαι καλά- ή στην αστυνομία γενικότερα. Η εμφάνισή του ήταν κάτι χειρότερο απ αυτό που αποκαλούσαμε κάποτε " φρικιό", του είπα " με δουλεύεις", " όχι, αλήθεια σου λέω" μου απάντησε. Ελεγε αλήθεια. Είχε προσληφθεί στη μπάντα της αστυνομίας. Και μου περιέγραφε το ξύλο που έτρωγαν οι ματατζήδες κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους ( κυριολεκτικά και μεταφορικά) και σε καιρούς " πολέμων των δρόμων" έβγαζαν το άχτι τους, επιστρέφοντας ο,τι είχαν παραλάβει στη ράχη τους. Η αλήθεια είναι ότι για να επιλέξεις να πας σ αυτό το σώμα λίγο ζαβό πρέπει να είσαι. Η η μάνα σου να μην σ αγάπησε ποτέ.


Με τα χρόνια και το ρεπορτάζ στο δρόμο είδα τη γλύκα των δακρυγόνων τους, των εκστομισμένων βρισιών-παρότι φώναζα ότι είμαι δημοσιογράφος και πάλι καλά που η μαμά μου δεν ήταν παρούσα να τους αστράψει κανένα χαστούκι τους ανάγωγους- και μερικές φορές ξώφαλτσα έφαγα και καμιά γλομπιά, όχι πάντως από αγάπη. Πάντως έχω συλλογή δακρυγόνων τα οποία τα έχω μετατρέψει σε περίφημα κηροπήγια για να θυμάμαι τα νιάτα μου. Αυτοί όμως που κυρίως το ζουν το δράμα συνεχώς είναι οι φωτογράφοι και οι κάμεραμαν. Μετά σε κάτι διαδρόμους της αστυνομίας είδα όπλα ψεύτικα αλλά πανομοιότυπα με τα αληθινά που χρησιμοποιούσαν οι κλέφτες. Εκεί κατανόησα ότι οι μπάτσοι δεν είναι και τόσο κακοί άνθρωποι αν και τους αρέσει να παίζουν με κάτι παιχνίδια που εμένα καθόλου δεν μου αρέσουν. Μετά ξαναείδα όπλα μόνο σε αμερικανικές σειρές. Απ όποια γωνία και να με βάλεις ξέρω πως να πυροβολήσω, χάρη σ αυτές τις σειρές.

Μετά είδα κάτι νεαρούς τροχαίους που με σταματούσαν σε ένα βενζινάδικο κάπου έξω από τη Λάρισα για να μου πουν ότι το νοικιασμένο αυτοκίνητο που οδηγούσα για να πάω στη μαμά μου στην Κοζάνη δεν είχε πινακίδες διότι το ίδιο πρωί, μου τις είχαν αφαιρέσει κάπου στο Λυκαβηττό και δεν το είχα πάρει χαμπάρι. Είχαν δε, αποτυπωθεί τόσο τέλεια τα νούμερα πάνω στο σημείο που ακουμπά η πινακίδα που κοιτάζαμε σαν χαζοί- οι μπάτσοι κι εγώ- το θαύμα της αποτύπωσης. Μετά με είδαν τόσο απελπισμένη , κατάλαβαν ότι είμαι και ξένη όχι από την προφορά αλλά γιατί ένας από αυτούς -δεύτερο θαύμα- με είχε δει στην ΕΡΤ να δίνω ανταποκρίσεις οπότε κατέληξα δύο ώρες στο βενζινάδικο. Οχι για να μου δώσουν κλήση αλλά να με ρωτάνε για την ΕΤΑ και την τρομοκρατία στην Ισπανία κι εγώ να τους ενημερώνω για τα καλόπαιδα της ισπανικής αντιτρομοκρατικής και πόσο γκαμάτο σώμα είναι. Με κέρασαν και καφέδες και να η μάνα μου τα τηλέφωνα από την αγωνία γιατί της έλεγα ότι ήμουν με μπάτσους και σκεφτόταν - για πολλοστή φορά- ότι είχα μπλέξει με ναρκωτικά και άλλες ουσίες.

Κι ύστερα κάτι χρόνια μετά που μια μαφία με είχε κατακλέψει σε ένα εξοχικό στην Αττική αφήνοντάς με χωρίς διαβατήριο, ταυτότητες , τσάντα και βαλίτσες και φυσικά δίπλωμα με σταμάτησε ένας μεσόκοπος τροχαίος κι εγώ βγήκα σχεδόν κλαίγοντας από το αυτοκίνητο και του είπα " τι θες κι εσύ άνθρωπέ μου χτες μου τα πήραν όλα, δεν έχω τίποτα και δεν μπορώ να σου αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας" κι αυτός πολύ με λυπήθηκε τη γυναίκα και μου είπε " πήγαινε στο καλό κορίτσι μου δεν πειράζει κι εμείς θα τους πιάσουμε" κάτι που δεν έγινε ποτέ κι εγώ τα ξανάβγαλα όλα από την αρχή- ευτυχώς με πιο ωραία φωτογραφία αστυνομικής ταυτότητας.

Κι ύστερα πάλι ένας αστυνομικός διευθυντής στην πολύ βαθιά Πελοπόννησο και σε ένα κτίριο της δεκαετίας του πενήντα όπου βρισκόταν το γραφείο του καθόλου δεν παρεξηγήθηκε που η αφεντιά μου μαζί με καμιά δεκαριά ισπανούς φορώντας μόνο τα μαγιώ μας πήγαμε να κάνουμε καταγγελία για μια ταβέρνα καθότι μας έκλεψαν στο λογαριασμό γιατί μας πέρασαν για χαζούς ξένους. Έστριβε τα μουστάκια του και σχολιάζαμε όλοι μαζί για το πως ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας ήταν και παππάς της ενορίας και ο καημός του μπάτσου ήταν μόνο γιατί ο παππάς είχε Βόλβο κι αυτός ένα Φιατάκι της συμφοράς. Κατανοήσαμε το δράμα του, τον λυπηθήκαμε για το Φιατάκι κι έστειλε κάτι όργανα να κάνουν έλεγχο στο μαγαζί, ήρθε κι ο παππάς και κλάφτηκε αλλά ο μπάτσος δεν τον πίστεψε γιατί στην πραγματικότητα ζήλευε το Βόλβο. Πήγαμε και σε δικαστήρια και στο τέλος ο παππάς πλήρωσε ένα μικρό πρόστιμο και τη γλύτωσε κι εμείς τις μελιτζάνες και τα κολοκυθάκια τα πληρώσαμε χρυσάφι για τα δικαστικά έξοδα.

Κι ύστερα πάλι σε κάτι κανάλια που δούλευα μας επισκέπτονταν συχνά πυκνά μπάτσοι που μας ρωτούσαν αν είχαμε πληροφορίες για κάτι αποκεφαλισμένα πτώματα και τους κερνούσαμε καφέ, αλλά αυτοί ήταν λίγο πιο τρελαμένοι και μες την καχυποψία διότι ασχολούνταν με ανθρωποκτονίες και άλλα τραγικά και είχε γυαλίσει το μάτι τους.

Κάτι άλλοι μπάτσοι μας είχαν σταματήσει στο Μαρόκο γιατί λέει οδηγούσα με υπερβολική ταχύτητα, χωρίς καν να έχουν ραντάρ. Με τα πολλά και μέχρι να συνεννοηθούμε σε γαλλομαροκινά είδα το μάτι του ενός να γυαλίζει κοιτώντας την τσάντα μου κι έβγαλα δύο χαρτονομίσματα και τα τσέπωσε γρήγορα γρήγορα και ούτε κλήση μου έδωσαν ούτε τίποτα. Αυτό στην Ελλάδα πάντως ποτέ δεν το έζησα.



Στην Ισπανία όταν λέμε μπάτσος εννοούμε μπάτσος. Είτε είναι η τροχαία, η ασφάλεια, τα ΜΑΤ ή άλλο όργανο. Άπαξ και σε σταματήσει δεν γλυτώνεις την κλήση, δεν σε αφήνει να κατέβεις από το αυτοκίνητο σαν τις αμερικανικές ταινίες παρότι σε χαιρετάει υποχρεωτικά, αλοίμονό σου αν τον θυμώσεις γίνεται πολύ μπάτσος και όλοι ξέρουμε ότι στις αρχές του κάθε μήνα που θέλουν να κάνουν ταμείο βγαίνουν παγανιά σε απίθανα μέρη και απεύχεσαι οποιαδήποτε συνάντηση μαζί τους. Κι αν η μοίρα σου σε στείλει στην ασφάλεια εκεί θα δεις κανονική αναπαράσταση αμερικανικής ταινίας. Επιπλέον και επειδή το ζυγωματικό μου φέρνει κάτι σε Βουλγάρα ή Ρουμάνα με ρωτούν πάντα από που είμαι και τι δουλειά κάνω, εννοώντας αν καθαρίζω σπίτια. Ευτυχώς πάντως που δεν σε αφήνουν να βγεις από το αυτοκίνητο διότι έχω κυκλοφορήσει και με πυτζάμες ή πασουμάκια οπότε θα χαλούσα την εικόνα της Ελλάδας.




Μέχρι που ήρθε η στιγμή προχτές να πέσει στα χέρια μου η μισθοδοσία Καταλανού μπάτσου που φθάνει κάπου τα 4.000 ευρώ και μου ήρθε κόλπος! Διότι σαφώς προτίμησα τους Έλληνες μπάτσους σε όποιο σώμα κι αν βρίσκονται από τον καλύτερο- αλλά σαφώς καλοπληρωμένο- ισπανό μπάτσο με όλη τη σημασία της λέξης. Ο Φράνκο άφησε καλή κληρονομιά στα δύο σώματα την Policía Nacional και τη Guardia Civil. Οι μισθοί τους βέβαια διαφέρουν από αυτονομία σε αυτονομία και τα τοπικά σώματα ασφαλείας αλλά όπως και να έχει δεν έχουν καμία σχέση με τις αποδοχές των Ελλήνων.

Δώρα Μακρή
Μαδρίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου