Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Το προξενιό

Είχαν μόλις αποσώσει την κουβέντα οι δύο ηλικιωμένες γυναίκες. Συναντήθηκαν οι πρεσβύτερες του χωριού, ακουμπώντας στα μπαστούνια τους και με τα διπλά μαύρα μαντήλια γύρω απ το κεφάλι τους. Δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που φόρεσαν λευκό μαντήλι στο κεφάλι. Νιόπαντρη ακόμα η μεγαλύτερη , η Γιώργαινα, κάπου στα 1860, έχασε τον κουνιάδο της και επτά χρόνια το φόρεσε για το πένθος. Μα στην πορεία πέθανε κι ο πεθερός της κι ύστερα μια αδελφή κι ύστερα οι γονείς της , η πεθερά της, δυό παιδιά της και τελευταίος ο άντρας της. Κι άλλοι πολλοί συγγενείς και το πένθος ήταν μόνιμο. Σε γάμο και βαφτίσι δεν ξαναχόρεψε η Γιώργαινα. Ο άντρας της ο Γιώργης είχε μπει στο χωριό καβάλα στο άλογο μαχαιρωμένος θανάσιμα. Του είχανε στήσει καρτέρι ληστές και σαν αρνήθηκε να τους δώσει τα φλουριά που προόριζε χωράφια ν´ αγοράσει, τον μαχαίρωσαν. Του άρπαξαν το πουγκί και τον έβαλαν καβάλα στο άλογο. Κι αυτό, το ζωντανό, γνωρίζοντας το δρόμο κίνησε για το χωριό με το νεκρό φορτίο του. Τι κι αν τα είχε καλά με τον Τούρκο Αγά, ο Γιώργης της, δεν τα κατάφερε, στους ληστές, τιμωρία να δοθεί.


Η Γιώργαινα δεν έβγαλε ποτέ τα μαύρα από τα νιάτα της. Τύλιγε σε δυό πλεξούδες τα μακριά μαλλιά της κι ύστερα τα έκανε στεφάνι στο κεφάλι της κι από πάνω κεφαλόδενε το πρώτο μαύρο μαντήλι. Με το δεύτερο κάλυπτε όλο το μέτωπο και το σαγόνι της. Σκληρή μα και σοφή γυναίκα, ανάθρεψε οκτώ παιδιά μονάχη της κι έτρεχαν όλοι να ζητήσουν συμβουλή για κάθε ζήτημα. Ηταν οι εποχές που κανένας δεν έμενε ανύπαντρος στο χωριό τους. Μα κι από άλλα χωριά ερχόντουσαν τη συμβουλή της να γυρέψουν. Πρώτη απ´ όλους έτρεχε η Γιώργαινα και κανόνιζε τα προξενιά γιατί έβλεπε τα ταιριάσματα κι έτσι κανένας νέος και νέα δεν απόμενε παραπονούμενος. Ακόμα κι οι νέοι με μικρές αναπηρίες πάντα έβρισκαν ένα ταίρι. Τα κοπάδια ήθελαν φροντίδα και σκληρή δουλειά κι οι γυναίκες στα σπίτια με το παιδομάνι , τα φουρνίσματα, τους αργαλειούς και τα περιβόλια δεν απόμεναν χωρίς δουλειά.


Μα τούτη τη φορά, η Γιώργαινα ήταν βαριά βαλαντωμένη. Κι ας κανόνισε και πάλι νέο προξενιό. Της Μαριγούλας με τον Γιάνγκο. Οι δυό γυναίκες μιλούσαν ώρα πολύ και χαμηλόφωνα για το άδικο. Κορίτσι δεκαπεντάχρονο σαν τα κρύα τα νερά η Μαριγούλα , έπρεπε να πάρει για άντρα τον Γιάνγκο, τον φτωχό και παρακατιανό μα και κουτσό απ´ το ένα πόδι, αφού γεννήθηκε με το κουσούρι. Ηταν όμως η ντροπή του αθώου κοριτσιού τόσο μεγάλη που είχε βουίξει το χωριό κι ο μόνος πρόθυμος για γάμο ήταν ο Γιάνγκος. Γιατί καμιά άλλη δεν τον έπαιρνε. Κι η Γιώργαινα ήξερε, πως τον κόσμο να μονοιάζει.


Δέκα χρονών η Μαριγούλα έχασε τη μάνα της. Σκληρή ζωή και οι αρρώστειες θέριζαν. Ο πατέρας της, ο Τάσσος, νέο παλικάρι απαρηγόρητο, την έκλαψε πολύ κι αφού μονάχος δεν τα έβγαζε πέρα στον παντρεμένο αδελφό του ζήτησε καταφύγιο. Μαζί και με την κόρη του τη Μαριγούλα. Μα χώρος δεν υπήρχε , σε ένα δώμα κοιμούνταν όλοι με τη μάνα νάχει κοντά το βυζανιάρικο μωρό κι ύστερα το μεγαλύτερο κι ύστερα το άλλο ώσπου όλα σε μια σειρά κατέληγαν. Ο Τάσσος βρήκε μια γωνιά κι αυτός στην άκρη του δωματίου μαζί με το κορίτσι του. Μα το κακό δεν άργησε να γίνει κι η Μαριγούλα , παιδί ακόμα η ίδια, σε λίγους μήνες κίνησε έγκυος. Και φούσκωνε η κοιλιά της και μεγάλωνε κι όλοι θαρρούσαν πως είχε παχύνει απ´τα φαγιά της θειάς της.


Σαν την είδε η Γιώργαινα μια μέρα στα χωράφια, την έζωσαν τα μαύρα φίδια. Την πήγε στην Θοδώραινα , τη μαμή που ξεγεννούσε όλες τις χωριανές κι η ντροπή αποκαλύφθηκε. Η Μαριγούλα δεν ξαναβγήκε από το σπίτι ίσαμε που έγινε δεκαπέντε και με το παιδί και αδελφό μαζί, στην αγκαλιά της. Δεν ξαναγέλασε ποτές. Κι ο Τάσσος απ´τη ντροπή ζήτησε να φύγει μακριά να πάει βοσκός στη δούλεψη άλλου αφεντικού, αφήνοντας τη Μαριγούλα πίσω. Με τη ντροπή.


Η Γιώργαινα το πόνεσε το ορφανό κι ήθελε να βοηθήσει. Ήξερε για τον Γιάνγκο και την αναπηρία του μα αυτό δεν την εμπόδισε να αναγνωρίσει πόσο καλόψυχο ήταν το παλικάρι. Κανόνισε το γάμο τους στα γρήγορα και κάμποσα χρόνια μετά με την απελευθέρωση έφυγαν για πάντα απ´το χωριό και πήγαν στην Αθήνα. Κι ο Γιάνγκος φρόντισε τη Μαριγούλα , της έκανε κι άλλα πολλά παιδιά που πρόκοψαν στη ζωή και μέχρι τα βαθιά τους γεράματα παρέμειναν αγαπημένοι.


Ο δισέγγονος της Μαριγούλας σήμερα, είναι μεγάλος και τρανός και σπουδαίος δικηγόρος για υποθέσεις παιδικής κακοποίησης. Λες κι η ζωή επιστρέφει μέσα από τη μνήμη. Κι ας μην ήξερε τίποτε για την ιστορία της προγιαγιάς του. Ήξερε μόνο ότι είχαν παντρευτεί από ένα πολύ πετυχημένο προξενιό, που είχε κανονίσει μια σοφή γυναίκα του χωριού τους: Η Γιώργαινα.

Δώρα Μακρή
Μαδρίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου